Μια ατυχής διακωμώδηση ενός θεσμού
Λένα Διβάνη, Για την καρδιά και το συκώτι του, Πατάκης, Αθήνα, 2023
Το βιβλίο τράβηξε την προσοχή μου λόγω του τίτλου του, αλλά και χάρις στο πρόπλασμα ανθρώπινου σώματος που εικονίζεται στο εξώφυλλο και σχηματικά εικονίζονται σε αυτό η καρδιά και το συκώτι. Παρουσιάζεται το βιβλίο ως ακολούθως στο οπισθόφυλλο: «Η σύζυγος, η ερωμένη, και η μάνα ενός κλινικά νεκρού άντρα μάχονται μέχρι τελικής πτώσεως μεταξύ τους για το ποια δικαιούται να δώσει (ή να αρνηθεί να δώσει) τα όργανά του για μεταμόσχευση….».
Έχοντας επιβιώσει πάνω από μια δεκαετία χάρις σε διπλή μεταμόσχευση νεφρού- ήπατος, και έχοντας καταβάλει έκτοτε μέσα από συλλογικές δράσεις αλλά και ατομικά, προσπάθειες να προασπίσω την διάδοση της ιδέας της δωρεάς οργάνων και να βοηθήσω άτομα που κινδυνεύουν, νιώθω χρέος μου να διαφοροποιηθώ στον χειρισμό του θέματος στη συγκεκριμένη νουβέλα για τους παρακάτω λόγους:
Η νουβέλα έχει δομή θεατρικού έργου. Στο καφέ του νοσοκομείου, η ερωμένη προσεγγίζει και αποκαλύπτεται στην σύζυγο του ασθενούς. Στο γραφείο της θεράποντος ιατρού, προσέρχεται η σύζυγος, με δεδομένη την συναίνεσή της για την μεταμόσχευση, έχει όμως ταυτόχρονα κληθεί και εικονολήπτης για να τραβήξει ντοκυμαντέρ για την προβολή της ιατρού και της δωρεάς των οργάνων. Εκεί εισβάλει εκ νέου η ερωμένη και οι δυο γυναίκες ανταλλάσσουν κατηγορίες, διεκδικώντας συμβολικά τα όργανα του ετοιμοθάνατου πάνω σε ένα ιατρικό πρόπλασμα. Ο εικονολήπτης τελικά κινηματογραφεί το ‘μαλλιοτράβηγμα’ των δυο αντιζήλων και όταν αυτός αποχωρεί με την ιατρό από το γραφείο, το υλικό που αποτυπώθηκε στην κάμερά του προβάλλεται εκ νέου στην μητέρα του ασθενούς από τις δυο γυναίκες που συνεχίζουν να φιλονικούν. Προσπαθούν να δημιουργήσουν εντυπώσεις στην τρίτη και να ζητήσουν η μεν σύζυγος την συγκατάθεση, η δε ερωμένη την εναντίωσή της στο επίμαχο θέμα μεταμόσχευσης των οργάνων του . Η μητέρα του ασθενή τελικά αντιτίθεται(;) και αυτή όπως και η ερωμένη στην μεταμόσχευση με ένα απρόβλεπτο ακόμα αίτημα που μεταφέρω αυτούσιο:
"Καθώς μιλούσε η Ειρήνη (σ.σ. η σύζυγος) πήρε την καρδιά που είχε ξεμείνει πάνω στο γραφείο και της την έδειξε (σ.σ. στην μητέρα).
«Η καρδιά του είναι γερή, ο λήπτης περιμένει-γιατί να την φάει το χώμα;»
Η γριά τρελαμένη πια, της άρπαξε την καρδιά και την έσφιξε πάνω της. Το μάτι, στραμμένο οριστικά προς τα μέσα. Φευγάτη…
«Σταμάτα» έκρωξε. «Τίποτε δε θα φάει το χώμα. Θα την πάρω εγώ. Θα…θα την καταψύξω. Αν χαλάσει η δικιά μου, θα βάλω την δικιά του. ‘Δε θα σ’ αφήσω να πεθάνεις ποτέ’ μου είχε πει. ‘Θα τον φάω λάχανο τον Χάρο άμα σε πειράξει’».
Σαν φαρσοκωμωδία, σε αρκετά σημεία η νουβέλα προκαλεί γέλιο. Στο τελευταίο αυτό απόσπασμα βέβαια επινοεί και στοιχεία σεναρίου επιστημονικής φαντασίας. Διαβάζοντάς το μου θύμισε αρκετά την πλοκή του γνωστού θεατρικού έργου «Μπαμπάδες με ρούμι», που παρουσιάστηκε πριν χρόνια και πρόσφατα σε αθηναϊκές σκηνές. Εδώ όμως οι τρεις γυναίκες δεν φιλονικούν για κάποια περιουσιακά στοιχεία ή για το που θα γίνει η κηδεία ή για κάτι ανάλογο που θεωρούν ότι δικαιούνται. Φιλονικούν και διεκδικούν κάτι διαφορετικό και ανέφικτο επίσης που φυσικά δεν τους ανήκει, ούτε δικαιούνται να οικειοποιηθούν: τα όργανα του ασθενούς, τόσο πολύτιμα, εύθραυστα και ανεκτίμητα.
Σοκάρει εδώ η κυνικότητα με την οποία αντιμετωπίζεται ο θάνατος ενός οικείου ανθρώπου δια στόματος μιας των τριών ηρωίδων, της απατημένης συζύγου, ακόμα και την στιγμή που την τυφλώνει ο θυμός, καθώς μονολογεί:
«Σε ευγνωμονώ που τα τίναξες μόνος σου λοιπόν, αγάπη μου, που δραπέτευσες από το κρεβάτι μας ώστε να μη σε δω να ψοφάς σαν το σκυλί και να μην έχω τύψεις. Γιατί θα σ’ άφηνα, σ’ το λέω, εγώ πάντα την αλήθεια έλεγα, κατάμουτρα την αντίκρυζα όσο σκληρή και αν ήταν. Δε θα σε βοηθούσα. Αλλά θα λέρωνα το κάρμα μου. Σ΄ ευχαριστώ αγάπη μου, που βρόμισες μόνο το δικό σου»
Η ίδια αυτή ηρωίδα, η εξοργισμένη σύζυγος, είναι και η μόνη που είναι υπέρ της δωρεάς οργάνων του ετοιμοθάνατου. Το κίνητρό της όμως, όπως αποκαλύπτεται σε άλλο σημείο, καθώς πάλι μονολογεί, επίσης σοκάρει:
« Χαιρετισμούς στον διάβολο τώρα, αγάπη μου. Πες του ότι από εσένα δεν θα μείνει τίποτα. Θα τα δώσω όλα, δεν θα σε αφήσω να πάρεις μαζί σου ούτε το κορμί σου. Μόνο το πουλί σου θ’ αφήσω να σαπίσει μαζί σου, να το φάνε τα σκουλήκια όπως με έφαγε αυτό…».
Θα αναφέρω μόνο ενδεικτικά τις απερίγραπτες ατάκες της «λαϊκιάς» ερωμένης που οικειοποιείται τα όργανα λόγω του έρωτά της προς τον ετοιμοθάνατο και καταφέρεται κατά της ιατρού, καταγγέλλοντάς την ταυτόχρονα και για ιδιοτελή κίνητρα ως προς την πραγματοποίηση της ιατρικής πράξης της αφαίρεσης των οργάνων του δότη και μεταμόσχευσής τους σε ασθενείς που κινδυνεύουν:
«Τέλος αίσιο για ποιόν; Για αυτόν ή για εσάς;»
«Για την ανθρωπότητα κυρία μου. Με το ταινιάκι θα διαφημίσουμε τη δωρεά οργάνων. Την κοινωνική ευαισθησία».
«Με αναισθησία θα προωθήσετε την ευαισθησία; Δεν μασάω εγώ από τέτοια φούμαρα. Αυτά να τα λέτε μεταξύ σας για να χαίρεστε».
Και σε άλλο σημείο προσπαθώντας να πάρει με το μέρος την τη μητέρα του άντρα, ενάντια στην απόφαση της συζύγου του να δοθούν τα όργανα για την μεταμόσχευση αναφωνεί με ωμότητα:
«Ο Θεός σας έστειλε κυρία, για να τον σώσουμε. Γιατί αυτή η γυναίκα δεν τον αγαπάει. Θέλει να τον σκοτώσει και να δώσει τα όργανά του στα σκυλιά»
Λοιπόν όχι, εδώ ο θάνατος δεν προσφέρει περίσκεψη και συνειδητότητα στις ηρωίδες. Κατώτερες των περιστάσεων αποδεικνύονται καθώς ασεβούν και ασεμνούν ενάντιά του την ώρα που τους έχει ανακοινωθεί ότι είναι ήδη εγκεφαλικά νεκρός. Φιλονικούν δε για κάτι παράλογα εγωιστικό, που ούτε θα σώσει τον άνθρωπό τους, ούτε εξελίσσει θετικά τον αναγνώστη από συναισθήματα μίζερα, αντιφατικά, εκδικητικά και σκοτεινά που υποβόσκουν σαν κίνητρα στην υπόθεση της νουβέλας. Ξεσπάει ένας αρρωστημένος ανταγωνισμός μεταξύ τους για την απόδειξη βάσει επιχειρημάτων της υποτιθέμενης αγάπης τους, στην πραγματικότητα όμως των κτητικών συναισθημάτων τους προς τον ασθενή σύζυγο, εραστή και γιό των τριών γυναικών που εξελίσσεται σε διαμάχη που γιγαντώνεται την ώρα που ο ασθενής αφήνει την τελευταία του πνοή .
Με τον τρόπο που είναι δομημένοι οι χαρακτήρες του έργου, δεν τολμώ να σκεφτώ με ποιαν άραγε από τις τρείς ηρωίδες θα ταυτιζόταν κάποιος ανυποψίαστος και μη σωστά ενημερωμένος αναγνώστης ως προς την ιδέα της δωρεάς οργάνων και αναρωτιέμαι αν υπάρχει άραγε κάποιο μήνυμα που συνειδητά ή ασυνείδητα προσπαθούν να περάσουν με αυτή την νουβέλα στην κοινωνία συγγραφέας και εκδοτικός οίκος.
Το μοιραίο τέλος που ανακοινώνεται στις πρωταγωνίστριες εν μέσω του αλληλοσπαραγμού τους δεν αφορά μόνο τον εκλιπόντα. Η ικανή κατά τα άλλα συγγραφέας θα μπορούσε να είχε γράψει ένα πολύ ιδιαίτερο μυθιστόρημα στην θέση αυτής της νουβέλας αν συμπεριελάμβανε τους παράλληλους βίους ανθρώπων στους οποίους τα όργανα του ασθενούς θα μπορούσαν να είχαν χαρίσει υγεία και ζωή. Ριζικά προς το καλύτερο θα μπορούσαν να έχουν αλλάξει οι πορείες τους στη ζωή, των ίδιων και των οικογενειών τους. Για κάποιους όμως από αυτούς, η ευκαιρία ζωής θα μπορούσε να είναι μοναδική και μοιραία καθώς χάθηκε, την ώρα που οι τρείς ανεγκέφαλες πρωταγωνίστριες ερίζουν για την καρδιά και το συκώτι του.
Η δωρεά οργάνων στην νουβέλα της Λένας Διβάνη, δεν παρουσιάζεται σαν ύψιστο αγαθό που χαρίζει ζωή από συνάνθρωπο σε συνάνθρωπο, σαν πράξη μέσα από την οποία παρατείνεις την ζωή του αγαπημένου σου ανθρώπου που χάνεις πρόωρα. Σε αντιπαράθεση, θα αναφέρω το λαμπερό παράδειγμα της ιατρού και συγγραφέα Ελευθερίας Κρικέλη που είχε το κουράγιο να χαρίσει την αθανασία στο γιό της την ώρα που έφευγε. Το βιβλίο της «από Αύγουστο… σε Αύγουστο», Ελληνοεκδοτική, 2010, τιμήθηκε το 2018 από την Ακαδημία Αθηνών καθώς ¨την υψίστην αρετήν της φιλανθρωπίας δια της του ανθρωπίνου σώματος οργάνων δωρεάς εξόχως προάγει’. Αντίθετα στην υπό κρίση νουβέλα, επινοούνται νοσηρά, εκδικητικά κίνητρα για την ύψιστη πράξη αγάπης.
Ούτε ο θεσμός του ιατρού- μεταμοσχευτή θεωρώ ότι αντιμετωπίζεται με τον δέοντα σεβασμό στην συγκεκριμένη νουβέλα. Την κρίσιμη ώρα, εμφανίζεται στημένη μια διαδικασία προβολής, για ίδια οφέλη, που ξαφνιάζει αρνητικά.
Ο θεσμός της δωρεάς οργάνων είναι ιερός και ακλόνητος, είναι πράξη ανιδιοτελούς ανθρωπιάς και αποτελεί πολύτιμη ανάσα ζωής για ανθρώπους που δεν τους απομένει άλλη ελπίδα. Η μεταμόσχευση οργάνων διέπεται από αυστηρή νομοθεσία, ενημερωμένη συναίνεση των οικείων και συγκεκριμένο πρωτόκολλο μέσω του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων. Οι ιατροί που συμμετέχουν στην “αλυσίδα” ζωής είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στο ύψιστο αγαθό της ζωής.
Στην χώρα μας μεταμοσχεύσεις συμπαγών οργάνων πραγματοποιούνται μόνο σε δημόσια νοσοκομεία και για να πραγματοποιηθούν απαιτούνται θυσίες και προσπάθεια από τους συμμετέχοντες ιατρούς με μεγάλο συχνά ρίσκο. Δεν είναι τομέας κατάλληλος για ανελισσόμενους καριερίστες, καθώς απαιτεί σκληρή δουλειά, με μη εγγυημένα αποτελέσματα, ενώ αυτοί προτιμούν συνήθως ένα εύκολο και ασφαλή τρόπο ανέλιξής τους. Και δεν έχω συναντήσει, εγώ προσωπικά, κάμερες να στήνονται την ώρα που εμφανίζεται ένας πιθανός δότης. Εκείνη την χρονική στιγμή γίνεται ένας αγώνας δρόμου για να υποστηριχθεί στην ζωή ο δότης, ώσπου να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες, οι έλεγχοι συμβατότητας, τα πρωτόκολλα εύρεσης συμβατού λήπτη, οι αερογέφυρες, συχνά σε μεγάλες αποστάσεις. Χρειάζεται άριστος συντονισμός, προσπάθεια και υποστήριξη από ένα ολόκληρο επιτελείο ανθρώπων, εργαστηρίων, εξοπλισμού και μέσων. Ένας αγώνας δρόμου με εγχειρήσεις δύσκολες, πολύωρες, που γίνονται εξίσου σε λήπτη και δότη, που δοκιμάζουν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, με συχνά αμφίβολο αποτέλεσμα. Είναι ήρωες οι γιατροί αυτοί που σώζουν ζωές με πείσμα και αυταπάρνηση και συχνά με λιγότερα μέσα και υποστήριξη από όση χρειάζονται. Και στις περιπτώσεις που πηγαίνουν όλα καλά, δεν κρίνω πως είναι αντιδεοντολογικό να στηθεί μια κάμερα για να διαλαλήσει το θαύμα, είναι όμως ανεδαφικό και πρόδηλα ανέφικτο το σενάριο της νουβέλας στο σημείο αυτό, να στήνεται δηλαδή μια διαδικασία προβολής πριν από μια μεταμόσχευση για ίδια οφέλη. Άραγε δεν ερεύνησε επαρκώς τις συνθήκες η συγγραφέας αναλαμβάνοντας να γράψει για ένα τόσο ευαίσθητο κοινωνικά θέμα; Γιατί ποιος θα έστηνε κάμερες για να σφετεριστεί οφέλη με αμφίβολο αποτέλεσμα; Εκ των υστέρων βέβαια είναι διαφορετικά, συμβαίνει συχνά χωρίς απαραίτητα να διακρίνω κάτι μεμπτό. Γιατί να μην προβληθεί μια πετυχημένη μεταμόσχευση που πρόκειται περί ενός θαύματος, όταν δυο ζωές ενώνονται για να υποστηριχθεί η υγεία και το δικαίωμα στη ζωή.
Για να ξαναγυρίσω λοιπόν στη γνώμη που αποκόμισα για το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, θα πρέπει να συμφωνήσουμε στο τι εννοούμε καλό ανάγνωσμα. Αν το ζητούμενο είναι να διασκεδάσει τον αναγνώστη σαν ένα χοντροκομμένο και κακόγουστο ανέκδοτο από αυτά που κυκλοφορούν στον σωρό προσβάλλοντας, διακωμωδώντας και ποδοπατώντας θεσμούς και αξίες, προκαλώντας γέλιο σε απροβλημάτιστους θεατές που θέλουν να «σκοτώσουν τον χρόνο τους» τότε μπορεί να θεωρηθεί και πετυχημένο καθώς ασχολείται με ένα θέμα της επικαιρότητας που θα ¨πουλήσει αντίτυπα¨ και μπορεί κάλλιστα να το δούμε και σε εμπορική θεατρική παράσταση να ‘πουλάει και εισιτήρια’.
Αν όμως το ζητούμενο του αναγνώστη που θα αφιερώσει χρόνο να διαβάσει εκατό και πλέον σελίδες είναι όχι μόνο η άκριτη διασκέδαση αλλά και η ψυχαγωγία σαν «αγωγή της ψυχής» τότε το βιβλίο αυτό δεν έχει τίποτε απολύτως να του προσφέρει.
Τίποτε απολύτως θετικό δεν έχει να προσφέρει το συγκεκριμένο ανάγνωσμα και σε μια κοινωνία που ήδη μαστίζεται από ακραίο εγωκεντρισμό.
Τέλος, για τους ανθρώπους που γνώριζα και έφυγαν, έχοντας πολλά υποφέρει, επειδή η ευκαιρία για μεταμόσχευση δεν τους δόθηκε έγκαιρα, επιλέγω κάποιους στίχους από την ωδή τρίτη ‘Εις Θάνατον’ του Ανδρέα Κάλβου:
Εδώ σίγα﮲ κοιμώνται
των αγίων τα λείψανα﮲
Σίγα εδώ, μην ταράξης
την ιεράν ανάπαυσιν
των τεθνημένων.
Εύχομαι, προσεύχομαι και πασχίζω να μην θρηνήσουμε στο μέλλον άλλα θύματα. Θύματα αθώα και άτυχα, λόγω έλλειψης μοσχευμάτων, λόγω προκαταλήψεων και κακής ενημέρωσης, λόγω συμφερόντων και κοινωνικής αδιαφορίας και αναλγησίας.
_______________________
Ελένη Βαφειάδου
Η κριτική του βιβλίου της Λένας Διβάνη "Για την καρδιά του και το συκώτι του" δημοσιεύτηκε στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού "Αντίλογος" τον Απρίλη του 2024