Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΧΑΔΙ ΜΙΑΣ ΑΥΡΑΣ



Αφήνει γι’ άλλη μια φορά την ματιά της να χαϊδέψει το είδωλό της στον καθρέφτη. Έχει μια γαλήνη και μια σιγουριά το βλέμμα της από τότε που οι δρόμοι τους συναντήθηκαν. Και το χαμόγελό της δεν είναι πια πικρό. Αφουγκράζεται την ύπαρξή του κάθε στιγμή. Τίποτε δεν τους χωρίζει, δίχως να γνωρίζει οτιδήποτε γι’ αυτόν.

Θυμάται. Ξαναβλέπει το αθώο, ξέγνοιαστο παιδικό χαμόγελο στον μεγάλο δανέζικο καθρέφτη στην είσοδο του πατρικού της. Πότε άρχισαν να σοβαρεύουν αυτά τα μάτια;
Τα ξαναβλέπει να ξεπροβάλλουν απέναντι της σαν κατηγορηματική μετοχή, έτσι τα αποκαλούσε όταν τ’ αντίκριζε, τα μάτια μιας έφηβης, που είχαν χάσει την έκφρασή τους. Είχαν ένα κρυφό παράπονο, πνιγμένο, κι είχαν μάθει σιγά σιγά να σωπαίνουν. Βουβά, περίμεναν και παρατηρούσαν με αγωνία τον κόσμο γύρω τους, μήπως κάποιος αφουγκραστεί αυτό το βλέμμα, και μαντέψει την αγωνία τους ν' αγαπηθούν.
Ούτε η ίδια όμως μπορούσε πια να τα αγαπήσει. Σιγά σιγά, άρχισε να αποστρέφει το βλέμμα από τον καθρέφτη. Την απογοήτευε η σιωπηλή αποδοχή της σε ότι της επέβαλαν, ασυναίσθητα πολλές φορές. Τόσα "πρέπει" που έπρεπε να υπηρετήσει, δεν άφηναν χώρο για να εκπληρώσει τα όνειρά της. Θλιβερή και ασήμαντη, την αντίκριζε με οίκτο, ανίκανη να σταθεί στα πόδια της, να υψώσει την φωνή της, να υπερασπιστεί την ύπαρξή της. Κι όταν ο θυμός την έπνιγε, με άναρθρη φωνή ή κλάμα βουβό, έχανε και την στερνή ελπίδα να καταφέρει να ορθώσει το ανάστημά της. Έτσι αναγκαζόταν να πνίγει τον θυμό της, τόσο που αρρώσταινε. Από τότε θυμάται συνεχώς τον εαυτό της άρρωστο, κι όταν αρρώσταινε, κέρδιζε και τον οίκτο των γύρω της.

Ένας άνθρωπος, που δεν λάμπει, δεν προσελκύει λαμπερούς ανθρώπους γύρω του. Μόνο μετριότητες.

Κάποια τυχαία στιγμή που της άλλαξε για πρώτη φορά την ζωή της, θυμάται πως γνώρισε εκείνην, εκείνη που έλαμπε! Έγινε το ίνδαλμά της. Την γνώρισε στην μεγάλη οθόνη. Ήταν τόσο λαμπερό το σύντομο πέρασμά της στην εποχή της, έναν αιώνα πριν, που η ζωή της έγινε ταινία. Την γνώρισε από το ανεξίτηλο ίχνος που άφησε στην δική της ζωή. Ίχνος μιας σημαντικής ύπαρξης, τόσο δυναμικό κι υπέροχο που σημάδεψε και την δική της. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη, ήταν κουτσή, και μετά τραυματίστηκε και πάλι σε φοβερό ατύχημα. Γλίτωσε από θαύμα κι έζησε στην υπόλοιπη ζωή της με αφόρητους πόνους. Ούτε παιδιά έκανε. Όμως πότε δεν παραιτήθηκε. Λατρεύτηκε. Πέρα από τα σύνορα του τόπου και της εποχής της. Γιατί στο βλέμμα της άφησε να λάμψει η ψυχή της. Γιατί μίλησε για τον πόνο της, τον αποτύπωσε όπως κανείς άλλος στην τέχνη της κι έκανε την αδυναμία της δύναμη. Σκόρπισε φως και δύναμη με την τέχνη της. Ποιός τολμούσε να λυπηθεί μια τέτοια γυναίκα;
"Τι να τα κάνεις τα πόδια, όταν έχεις ψυχή να πετάξεις;" είχε πει. Πόσο πολύ θέλησε να της μοιάσει!
Θυμάται πώς άρχισε σιγά σιγά ν’ αλλάζει το βλέμμα στον καθρέφτη. Το παράπονο παρέμεινε, μα ξεθώριασε η λύπηση. Άρχισε να αναζητεί την δική της την ψυχή. Πότε είχε πάψει να την αφουγκράζεται; Γιατί; Ποιός φόβος την είχε αναγκάσει να κρυφτεί; Έπρεπε το δίχως άλλο να την ξαναβρεί για να είναι ο εαυτός της. Η αναζήτηση κι ο αγώνας μόλις άρχιζαν.

Ήταν γύρω στις έντεκα εκείνο το βράδυ πριν τέσσερα χρόνια, που κουρασμένη είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι. Άβολο και στενόχωρο, το μικρό διαμέρισμα. Στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας σε ένα πολύχρωμο προάστιο, βόρεια του Παρισιού. Γεμάτο βαριά έπιπλα και ανατολίτικα αντικείμενα. Το είχε νοικιάσει από μια αλγερινή νεαρή γυναίκα. Λύση ανάγκης για να βρίσκεται κοντά στο νοσοκομείο. Το μικρό αερόθερμο στα πόδια του κρεβατιού μάταια προσπαθούσε να ζεστάνει το παγωμένο προσκέφαλο που ακουμπούσε στο ξεχαρβαλωμένο παράθυρο. Κρύος αέρας πάγωνε τον χώρο.

Ήταν δώδεκα του Οκτώβρη. Είχαν περάσει κιόλας δεκαεννιά ημέρες από την μέρα που ήρθαν να εγκατασταθούν μαζί με την μητέρα της. Εκείνη την συνόδευε στο τελευταίο αυτό ταξίδι στην Γαλλία. Έτσι ήταν προγραμματισμένο. Να βρίσκονται εκεί στο τελευταίο διάστημα αναμονής στην λίστα, ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος δότης. Ημέρα Παρασκευή , κι ήταν το πρώτο βράδυ που αισθανόταν λίγο καλύτερα, ώστε νωρίτερα, το απόγευμα, να αποτολμήσουν μια βόλτα στο κέντρο. Πήγαν με το μετρό στον σταθμό του Μontparnasse. Τεράστιος πολυδύναμος σταθμός όπου συναντιούνται οι γραμμές του μετρό, του προαστιακού και του σιδηρόδρομου. Χιλιάδες ταξιδιώτες στο τέλος της εργασιακής βδομάδας συναντήθηκαν με τις δύο γυναίκες. Απορημένες κοίταζαν το πολύβουο πλήθος γύρω τους. Ανθρώπους ακίνητους πάνω σε κινούμενους διαδρόμους να μεταφέρονται από και προς άγνωστους προορισμούς και να τις προσπερνούν.

Κατάφεραν επιτέλους να βρουν την σωστή έξοδο του σταθμού για τον πεζόδρομο. Ένα από τα μέρη που τους είχαν προτείνει να επισκεφτούν. Εκεί θα βρείτε τις καλύτερες κρέπες στο Παρίσι, τους είχαν πει. Γραφικό το δρομάκι, δεξιά και αριστερά κατά μήκος του βρισκόταν χαριτωμένα μαγαζιά, όμορφα διακοσμημένα, που της θύμισαν κάπως την ατμόσφαιρα στην συνοικία στου Ψυρρή. Τα περισσότερα εστιατόρια όμως εκείνη την ώρα ήταν ήδη γεμάτα με πελάτες. Κάθισαν στο μόνο από αυτά που διέθετε άδειο τραπέζι. Είχαν καιρό να βρεθούν ανάμεσα σε ξένοιαστο πλήθος που είχε βγει βόλτα για να διασκεδάσει τρώγοντας κάτι έξω. Φιλικές παρέες γύρω τους κουβέντιαζαν ανέμελα. Τους παρατηρούσαν σαν να ήταν από άλλο κόσμο. Τους έφεραν τον κατάλογο. Στα γαλλικά. Προσφέρθηκε να βοηθήσει την μητέρα της να διαλέξει. Τους απογοήτευσαν οι επιλογές, όσο μπορούσαν να τις καταλάβουν. Δεν ήταν αυτό που περίμεναν και δυσκολεύτηκαν να επιλέξουν. Τελικά η μητέρα της παρήγγειλε μια κρέπα με πουρέ πατάτας και κομματάκια κρέας μέσα, ενώ η ίδια πήρε μια κρέπα με σπανάκι και άλλα συστατικά που δεν κατάλαβε ακριβώς. Ζήτησε να πιούν cidre, ένα κρασί από μήλο. Περιμένοντας συνέχισε να παρατηρεί τους ανθρώπους στα τραπέζια γύρω τους. Φαίνονταν κεφάτοι.
Μια όμορφη σερβιτόρα έφερε το ποτό. Χύμα σε κανάτα σαν σε ταβέρνα. Τσούγκρισαν τα ποτήρια "εις υγείαν" (τι άλλο;) και τα πλησίασαν στα χείλη. Το ποτό μύριζε έντονα μούχλα. Οι κρέπες αποδείχτηκαν μια νέα απογοήτευση. Άγευστες και οι δύο. Το σπανάκι σαν νερόβραστο, μια άμορφη μάζα με περίεργο περιεχόμενο. Φτάνοντας στο κέντρο της άγευστης κρέπας ανακάλυψε με φρίκη πως περιείχε ένα ωμό αυγό. Πολύ αργά όμως. Άθελά της είχε φάει το περισσότερο.

Τώρα με βαρύ στομάχι και έντονη δυσφορία είχε πλέον ξαπλώσει στο κρεβάτι, ξανά στο μικρό κι άβολο διαμέρισμα κι ενώ μάταια προσπαθούσε να ζεσταθεί, χτύπησε το τηλέφωνο. Αναγνώρισε το όνομά της από την άγνωστη τυπική φωνή που της μίλησε στα γαλλικά και της συστήθηκε. Απάντησε καταφατικά.
-Πρέπει να έρθετε αμέσως στο νοσοκομείο. Βρέθηκε μόσχευμα για σας.
-Σε πόση ώρα πρέπει να είμαι εκεί;
-Το συντομότερο, πόση ώρα χρειάζεστε;
-Πιστεύω να είμαι εκεί σε μισή ώρα.
-Εντάξει θα ειδοποιήσω να σας περιμένουν.

Τα έχασε...Τόσους μήνες, τόσα χρόνια αναμονή γι’ αυτή την στιγμή... Άγγιξε την κοιλιά της, το πρόβλημά της. Δυσανάλογη με το υπόλοιπο σώμα της, συνέχιζε να την πιέζει και να την απειλεί. Αβάσταχτο βάρος που κατακυρίευε την ύπαρξή της. Τα τελευταία χρόνια στο τραίνο άγνωστοι της χαμογελούσαν και της έδιναν προστατευτικά μια θέση να καθίσει. Κάποιοι την ρώταγαν αν ήταν αγόρι ή κορίτσι, καμιά φορά αν ήταν δίδυμα. Κάθε φορά η ίδια αμηχανία. Δοκίμαζε να αντιδράσει με διάφορους τρόπους, κανένας όμως δεν βοηθούσε να γίνει αόρατο το πρόβλημα. Πρόβλημα υγείας που πρώτη φορά ανακάλυψε όταν ήταν μόλις είκοσι χρονών και μόλις ένα μήνα πριν από τον γάμο της. Έκτοτε κουβαλούσε και την δική του πίκρα. Που έριχνε σκιά σε ότι όμορφο ζούσε. Η κοιλιά της μεγάλωνε, μεγάλωνε τόσο που κόντευε να την πνίξει. Μέσα σε αυτήν βρίσκονταν ασήκωτα τα αδιέξοδα των χρόνων. Η πίκρα κι ο θυμός της της έπρηξαν το σηκώτι. Και τα ανέκφραστα συναισθήματα δεν άφησαν τα νεφρά να λειτουργήσουν. Καμία διέξοδος. Το σώμα της όλο την είχε προδώσει, μόνη η ψυχή της είχε απομείνει να στηριχτεί.

Χάρη σε "εκείνην", την λαμπερή γυναίκα, που έγινε φωτεινός φάρος στην ζωή της, την είχε ξαναβρεί και κατάφερε να την αφουγκραστεί. Ένιωσε πως κι εκείνη ήθελε να πετάξει. Με την βοήθειά της πάλεψε και τα κατάφερε να φτάσει με τις δυνάμεις της μέχρι εδώ για να λευτερωθεί.

Σπασμωδικές κινήσεις για να ετοιμαστούν. Το τσαντάκι με τα είδη που έπρεπε να πάρει μαζί της ήταν έτοιμο από μέρες, αλλά το καλσόν που ήταν; Τηλεφώνησε για να καλέσει ταξί, αλλά η τηλεκάρτα τέλειωσε όσο διαρκούσε η αναμονή της κλήσης, τώρα πώς θα πήγαιναν στο νοσοκομείο; Αναγκάστηκε να ανοίξει τον υπολογιστή για να καταφέρει να στείλει μήνυμα στην Ελλάδα, να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους δικούς της ανθρώπους, για την είδηση που όλοι τους περίμεναν από καιρό. Κινήσεις νευρικές, τα λεπτά περνούσαν και την πίεζαν. Αμέσως μετά της τηλεφώνησε ο μικρός της γιος. Είχαν συμφωνήσει από καιρό να έρθει, εκείνος πρώτος, μόλις θα την καλούσαν.
-Μου τηλεφώνησαν, του είπε, έλα...κι ένας κόμπος δεν την άφησε να συνεχίσει την φράση.
-Θα προσπαθήσω να είμαι κοντά σου το πρωί, της είπε, όλα θα πάνε καλά, κι η γλύκα και η σιγουριά της φωνής του την καθησύχασαν κάπως.
Η μητέρα της, όπως πάντα, απαριθμούσε χιλιάδες λεπτομέρειες. Δεν την άκουγε καν.

Ξεκίνησαν τελικά με τα πόδια για το νοσοκομείο. Το κρύο έκοβε την ανάσα, αλλά το περπάτημα στην ύπαιθρο έδιωχνε κάπως τις βαριές σκέψεις. Ρουφούσε τον παγωμένο αέρα με λαχτάρα, καθώς ο επιβλητικός όγκος του τεράστιου πέτρινου κτιρίου άρχιζε να ορθώνεται μπροστά τους.
Τι θα μου συμβεί εκεί μέσα; αναλογίστηκε με δέος.
Οι γιατροί από καιρό την είχαν προετοιμάσει για όλα τα ενδεχόμενα. Δεν γνώριζαν πότε θα αποφάσιζαν να την ξυπνήσουν μετά την πολύωρη εγχείρηση. Ανάλογα με την έκβασή της θα την ξυπνούσαν μετά από λίγες ώρες, ή μέρες, ή... Έδιωξε βιαστικά την θλιβερή σκέψη. Ήταν η δική της μάχη. Είχε αποφασίσει να την κερδίσει. Δεν είχε άλλη επιλογή.

Την εγκατέστησαν σε ένα δωμάτιο όπου έγιναν οι απαραίτητες προετοιμασίες. Δίπλα της η μητέρα της σε μια πολυθρόνα περίμενε. Δεν μπορούσε να της μιλήσει, δεν ήξερε τι να της πει. Το μόνο που την απασχολούσε τώρα ήταν αν θα ξαναξυπνήσει και το ωμό αυγό της κρέπας που είχε φάει νωρίτερα. Αν της προκαλούσε λοίμωξη πριν το κρίσιμο χειρουργείο και γινόταν το μοιραίο αυγό της ζωής της; Τα πιθανά σενάρια που δημιουργούσε το μυαλό της την παρέλυσαν από το φόβο.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι, με την πλάτη γυρισμένη στην μητέρα της. Κάλεσε νοερά κοντά της ένα αγαπημένο της φίλο. Η σκέψη του την ηρέμησε. Θα ήθελε να ήταν κοντά της, είχαν περάσει πολλά μαζί, καλά και κακά. Ξέχασε για άλλη μια φορά πόσο θυμωμένη ήταν μαζί του και κούρνιασε νοητά το κεφάλι της στο στέρνο του. Η σκέψη του την γαλήνεψε. Γλυκιά κι ανακουφιστική αίσθηση ιδεατής ασφάλειας την χαλάρωσε για ώρες, μέχρι που ήρθε το φορείο να την πάρει.

Κάποτε, κάτι ακούστηκε. Απροσδιόριστες φωνές στα γαλλικά και ήχοι, μηχανήματα που υποστηρίζουν την ζωή.
- Ξύπνησα ευτυχώς, Θεέ μου σ' ευχαριστώ, σκέφτηκε.
Κάτι οικείο ξεχώρισε ανάμεσά τους. Η φωνή του γιού της ερχόταν κάπου από τα αριστερά της...
-Λες να μπορεί να μας ακούσει; τον άκουσε να αναρωτιέται ψιθυριστά. Με κόπο ανασήκωσε τα δάκτυλα του αριστερού χεριού της κι έκανε ένα ανεπαίσθητο σινιάλο. Σινιάλο νίκης για την ζωή που κέρδισε.

Ανέτειλε γι αυτήν ένας καινούριος ήλιος με φωτεινά και λαμπερά χρώματα. Από το παρελθόν έσβησε το πικρό χαμόγελο, κράτησε μόνο τα πιο σημαντικά της μαθήματα. Δεν είναι πια η ίδια. Ζει το δανεικό παρόν κατέχοντας μόνο την επίγνωσή του.
Ένας άλλος άνθρωπος είχε μπει στη ζωή της. Τα νήματα της ζωής τους συναντήθηκαν εκείνη την μοιραία βραδιά. Της είπαν ελάχιστα για εκείνον. Μόνο πως ήταν ένα νέο άτομο. Τι σήμαινε άραγε αυτό; Δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτε περισσότερο. Η φαντασία της άρχισε να συμπληρώνει τα κενά. Σίγουρη πως επρόκειτο για άντρα, τον φαντάστηκε πυροσβέστη που τραυματίστηκε σώζοντας ηρωικά ανθρώπους από την φωτιά, νέος, γυμνασμένος, λεβέντης με την όμορφη στολή του. Μια αύρα ένιωθε τώρα πια γύρω της να την συνοδεύει, να την καθοδηγεί με σιγουριά σε κάθε βήμα της, να χαρίζει στο σώμα της αρμονία. Και κάθε στιγμή να την ζει μαζί του, χάρις σ' εκείνον, χάρις στους δικούς του ανθρώπους που είχαν το μεγαλείο να πουν ναι στην ζωή, αντικρίζοντας κατάματα τον θάνατο.

Τον αγάπησε με μια αγάπη αγνή, όμορφη, λυτρωτική, που εξαπλώνεται από τα όργανά του, στο σώμα της, στη ψυχή της και ξανά στην δική του ίσως. Γίνεται χάδι που επουλώνει τις πληγές και χαρά που διώχνει τις πίκρες. Πηγή δύναμης για να ορίσει την ζωή της, ευλογία που λάμπει στο βλέμμα της που τώρα πια γαληνεύει, προσδοκώντας με εμπιστοσύνη την ζωή που ανοίγεται μπροστά της. Και με απέραντη ευγνωμοσύνη που απλώνεται πέρα από το σώμα της, πέρα από τους ανθρώπους που γνωρίζει, πέρα από τα σύνορα του κόσμου της, θέλει να ανταποδώσει.
____________________________________________________________

Ελένη Βαφειάδου