Κι αν με ναρκισσισμό ενίοτε
οι ποιητές εκθέτουν
τον οίστρο της ψυχής τους,
ταξίδια του νου χαράζουν μακρινά
για τους γιους του Οδυσσέα.
Κι αν το χλωμό το φύλλο
στροβιλλίζεται χορευτικά
στο χάδι του αέρα,
Μόνοι αυτοί μπορούν
να αναδείξουν την ομορφιά του.
Χίμαιρα η ζωή τους μοναχική,
μα τι θα ήταν ο κόσμος
των παιδιών μας
Χωρίς την ποίηση τους;
Μόνοι αυτοί
σαν συνομιλούν με τις μούσες
μια γέρικη καρδιά μπορούν
να κάνουν να σκιρτήσει.
Κι οι έρωτές τους
τροφή της αιωνιότητας
Σαν ο λόγος τους
την ουσία
της ζωής έχει αγγίξει.
της ζωής έχει αγγίξει.
__________________
Ελένη Βαφειάδου
Πίνακας: Modigliani, Portrait of a poet, 1915
To ποίημα αυτό γράφτηκε με αφορμή το ποίημα "ΠΟΙΗΤΕΣ" του Γιάννη Ρίτσου αφιερωμένο στον Κώστα Καρυωτάκη ("Τρακτέρ" 1930-1934):
Ω, δε χωρεί καμία αμφισβήτηση, ποιητές
είμαστ' εμείς με κυματίζουσα την κόμη
-- έμβλημ' αρχαίο καλλιτεχνών -- και χτυπητές
μάθαμε φράσεις ν' αραδιάζουμε κι ακόμη
μια ευαισθησία μας συνοδεύει υστερική,
που μας πικραίνει ένα χλωμό, σβησμένο φύλλο,
μακριά ένα σύννεφο μαβί. Χιμαιρική
τη ζωή μας λέμε και δεν έχουμ' ένα φίλο.
Μένουμε πάντα σιωπηλοί και μοναχοί,
όμως περήφανα στα βάθη μας κρατούμε
το μυστικό μας θησαυρό, κι όταν ηχεί
η βραδινή καμπάνα ανήσυχα σκιρτούμε.
Θεωρούμε ανίδεους, ανάξιους κι ευτελείς
γύρω μας όλους, κι απαξιούμε μια ματιά μας
σ' αυτούς να ρίξουμε, κι η νέα ξανά σελίς
το θρήνο δέχεται του ανούσιου έρωτά μας.
Αναμασάμε κάθε μέρα τα παλιά
χιλιειπωμένα αισθήματά μας· εξηγούμε
το τάλαντό μας: «κελαηδούμε σαν πουλιά»·
την ασχολία μας τόσ'ωραία δικαιολογούμε.
Για μας ο κόσμος όλος μόνο είμαστ' εμείς,
και τυλιγόμαστε, μανδύα μας, ένα τοίχο.
Μ' έπαρση εκφράζουμε τα πάθη της στιγμής
σ' έναν -- με δίχως χασμωδίες -- μουσικό στίχο.
Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,
κι αν τους λυγίζει, αν τους φλογίζει η αδικία --
ω, τέτοια θέματα πεζά ν' ανησυχούν
τους αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.
-- έμβλημ' αρχαίο καλλιτεχνών -- και χτυπητές
μάθαμε φράσεις ν' αραδιάζουμε κι ακόμη
μια ευαισθησία μας συνοδεύει υστερική,
που μας πικραίνει ένα χλωμό, σβησμένο φύλλο,
μακριά ένα σύννεφο μαβί. Χιμαιρική
τη ζωή μας λέμε και δεν έχουμ' ένα φίλο.
Μένουμε πάντα σιωπηλοί και μοναχοί,
όμως περήφανα στα βάθη μας κρατούμε
το μυστικό μας θησαυρό, κι όταν ηχεί
η βραδινή καμπάνα ανήσυχα σκιρτούμε.
Θεωρούμε ανίδεους, ανάξιους κι ευτελείς
γύρω μας όλους, κι απαξιούμε μια ματιά μας
σ' αυτούς να ρίξουμε, κι η νέα ξανά σελίς
το θρήνο δέχεται του ανούσιου έρωτά μας.
Αναμασάμε κάθε μέρα τα παλιά
χιλιειπωμένα αισθήματά μας· εξηγούμε
το τάλαντό μας: «κελαηδούμε σαν πουλιά»·
την ασχολία μας τόσ'ωραία δικαιολογούμε.
Για μας ο κόσμος όλος μόνο είμαστ' εμείς,
και τυλιγόμαστε, μανδύα μας, ένα τοίχο.
Μ' έπαρση εκφράζουμε τα πάθη της στιγμής
σ' έναν -- με δίχως χασμωδίες -- μουσικό στίχο.
Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,
κι αν τους λυγίζει, αν τους φλογίζει η αδικία --
ω, τέτοια θέματα πεζά ν' ανησυχούν
τους αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.
Βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα, Ελένη, τον 'διάλογο' του ποιήματός σου με τους «Ποιητές» (1934) του Ρίτσου και, συνακόλουθα, με το ομόθεμο ποίημα του Καρυωτάκη (1927). Τα πολύ γνωστά σατιρικά αυτά ποιήματα είναι πολυσχολιασμένα και λίγο-πολύ 'κλειστά' πλέον από άποψη φιλολογικής ανάλυσης· αναφέρονται στους επιφανειακούς, φανφαρόνους, αποκομμμένους από τη γύρω τους πραγματικότητα ποιητές. Ωστόσο, διαβάζοντας το δικό σου ποίημα, με την τρυφερή ματιά του προς το γένος των ποιητών εν συνόλω, με την τολμηρή, αναπάντεχα θετική ανασημασιοδότη της λέξης «ναρκισσισμός» (η εγωλατρεία του ποιητή, αν κατάλαβα το πνεύμα σου, είναι εντέλει η κινητήριος δύναμη για την παραγωγή του έργου του, που καταλήγει να ανοίγει δρόμους στον αναγνώστη και να σπάει έτσι τον κλοιό του 'εγώ') με έκανε να δώ πιο προσεκτικά το ποίημα του Ρίτσου από το οποίο εμπνεύστηκες, και να διαπιστώσω ότι δεν είναι μονοδιάστατα σατιρικό. Οι πρώτες στροφές του εκφράζουν μια συμπόνοια προς τους ποιητές, που με την «υστερική ευαισθησία» τους, τη χιμαιρικότητα, την περήφανη μοναξιά, το σκίρτημα της ψυχής τους στον ήχο της βραδινής καμπάνας, εγκλωβίζονται στον κόσμο τους και παγιδεύονται, συχνά στην προσπάθεια να εντυπωσιάσουν με την τέχνη τους. Πρόσωπα τραγικά, θα μπορούσε να πει κανείς, όχι ανόητα. Η δεύτερη στροφή σου, με τον χορό του χλωμού φύλλου, παραπέμπει στη θεματολογία των ποιητών της γενιάς του Καρυωτάκη (από τους οποίους αναδύθηκε και ο Ρίτσος πριν ανέβει στο τρένο της γενιάς του '30), αλλά φαντάζομαι ότι αναφέρεται στη γενικότερη δύναμη της καλής ποίησης να αποστάζει από τη φύση κάθε είδους συγκινήσεις και νοήματα. Βρήκα πολύ ευαίσθητη την αναφορά σου στις «γέρικες καρδιές», στην παραμελημένη συνήθως κατηγορία αναγνωστών που έχουν περάσει τη μέση ηλικία (ας θυμηθούμε την εμμονή του Καβάφη στους νέους ως ιδανικούς αναγνώστες του...). Ό,τι ηλικία και να έχει ο καθένας μας, σημασία έχει να είμαστε πράγματι «γιοι του Οδυσσέα», όπως το θέτεις. Να αποζητάμε την περιπλάνηση, την εκτίναξη προς τα μπρος. Να είμαστε δεκτικοί στο ταξίδι όπου μας καλεί η ποίηση. Τότε, ακόμα κι ο πιο αυτάρεσκος ποιητής θα μπορέσει να μας δώσει ερεθίσματα για το άλμα μας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ Αθηνά μου για αυτό το τόσο διεξοδικό σχόλιο πάνω στο ποίημα που προέκυψε αυθόρμητα διαβάζοντας το αντίστοιχο ποίημα του Ρίτσου. Ένιωσα την έντονη επιθυμία να υπερασπιστώ από την ισοπεδωτική ειρωνεία και τον χλευασμό, ειδικότερα των πρώτων στίχων του ποιήματος όλους εκείνους τους ποιητές που έχουν γίνει ή εξακολουθούν να γίνονται πηγή έμπνευσης για μας τους υπόλοιπους, στοχασμού, μα και βαθύτερης ψυχικής επικοινωνίας με την ικανότητά τους να συμπυκνώνουν στα νοήματα την βαθύτερη ουσία, την ομορφιά αλλά και την απογείωση από την πεζή πραγματικότητα σε υπερβατικούς λογισμούς και αισθήσεις που μεταφέρουν μέσω της ποίησης στον αναγνώστη. Αυτό που πετυχαίνουν λοιπόν οι ποιητές το θεωρώ τόσο πολύτιμο που θα τους συγχωρούσα την απαραίτητη εκείνη δόση ναρκισσισμού που πυροδοτεί κάποτε την επιθυμία έκθεσης ώστε να γίνει γνωστό το έργο τους όπως άλλωστε και σε άλλες κατηγορίες καλλιτεχνών, δασκάλων ή και ρητόρων ακόμα. Το έργο τους όμως είναι τελικά εκείνο που τους κρίνει και η αντοχή του στον χρόνο. Δεν καταπιάστηκα με τους τελευταίους στίχους του Ρίτσου που διακατέχονται από μια υπαρξιακή αγωνία για την σημασία και το νόημα της ποιητικής δημιουργίας.Τρέμει την κενότητα, τις επαναλήψεις την έλλειψη ουσίας, την εσωστρέφεια και την απομόνωση από τα προβλήματα της πραγματικής ζωής που κάποτε νιώθει πως δεν λύνονται μόνο με λέξεις και στίχους πάνω στο χαρτί...Υγιής αυτοκριτική και κίνητρο για συνεχή βελτίωση σε όποιον έχει σεβασμό στον εαυτό του και τον συνάνθρωπο, ενδεικτικό και για τον τρόπο σκέψεως κατά τα νεανικά χρόνια ενός πνευματικού ανθρώπου, έντιμου ιδεολόγου και αγωνιστή ποιητή όπως ο Ρίτσος.
Διαγραφή