Ένας κόκορας αγέρωχος και πλουμιστός σεργιάνιζε μια μέρα.
Κότα καμιά δεν είχε στο πλευρό του, θαμπές και ανούσιες του φαίνονταν όλες μπροστά στην ομορφιά του.
Τα κοτέτσια είχε μάθει να αλώνει, τις κυράτσες τσίμπαγε κι όταν κακάριζε, με θαυμασμό άκουγε ξανά και ξανά τον αντίλαλο της θεϊκής λαλιάς του.
Κι όλο το πάθος του επιστράτευε κάθε πρωί, αυτή την φωνή του την κακαριστή, όλοι να την ακούσουν.
Να εγερθούν από της νύχτας την ραστώνη, να αφυπνιστούν από τον λήθαργο της καλοζωίας και να δουλέψουν βαριά και ασταμάτητα όπως είχαν χρέος. Γιατί αυτός ο μεγαλειώδης κόκορας είχε γεννηθεί με ρόλο ανώτερο: να τους σώσει από την μιζέρια τους, να μεγαλουργήσουν κι αυτοί μαζί με αυτόν, και να δοξάζουν την τύχη τους που στην ζωή τους υπήρχε αυτός ο ένας και μοναδικός, μεγάλος και τρανός κόκορας για να σώσει τον κόσμο όλο.
Οι κότες όλες τον απέφευγαν όσο περισσότερο μπορούσαν, ούτε να τον κοιτάξουν κατάματα δεν τολμούσαν για να μην τον προκαλέσουν, γιατί ήταν βίαιος και αποκρουστικός κάθε φορά που στρίμωχνε καμιά τους στο κοτέτσι. Τότε οι άλλες έσκυβαν και κουνούσαν με θλίψη τα κεφάλια τους, καθώς άκουγαν τα κακαρίσματα απόγνωσης του θύματος και της άγριας ηδονής και χαράς του επιβήτορα. Στη συνέχεια η κότα εκείνη, ντροπιασμένη και ξεμαλλιασμένη από την άθλια συμπεριφορά του, πια δεν μιλούσε, παρά μόνη στο κοτέτσι έμενε νύχτα μέρα, να κλωσήσει, καθώς είχε χρέος την σπορά του. Έκρυβε κιόλας τα αυγά όπως μπορούσε, κάτω από τα άχυρα, κρατώντας τα όμως ζεστά, μήπως και τα σώσει από το οργισμένο μένος του, καθώς ήταν γνωστό στους πάντες, ότι δεύτερο κοκόρι στην επικράτειά του δεν θα ανεχόταν. Ούτε τα ίδια τα αυγά της σποράς του δεν σεβόταν, μη και ξεφύτρωνε κάποιος καρπός του που θα αμφισβητούσε την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία του.
Οι πιο ηλικιωμένες κότες, το δειλινό που κούρνιαζαν αποκαμωμένες, μακριά από εκείνον, διηγούνταν κάποιες φορές στις νεώτερες και πιο άμαθες, για την θρυλική κοκορομαχία που έζησαν στα νιάτα τους. Του ίδιου κόκορα σπορά και την ίδιας κότας θρέμμα έλεγαν πως ήταν τα δυο νεαρά τότε κοκόρια που πάλεψαν ανελέητα από το χάραμα μέχρι το δείλι γιατί δεν μπορούσαν να ανεχθούν το ένα την ανάσα του άλλου, πόσο μάλλον την εξουσία. Και πως ο κόκορας που νίκησε ήταν αυτός που είχε φάει τις περισσότερες τσιμπιές από τον πατέρα του, ο πιο περιφρονημένος. Κατά μια άλλη όμως εκδοχή επικρατέστερη, τα δυο αδέλφια δεν είχαν γνωρίσει πατέρα, τον είχε φάει μια αλεπού που επιτέθηκε ένα βράδυ και ξεκλήρισε το μισό κοτέτσι. Η μάνα κότα τότε την γλίτωσε, και ανέθρεψε τα δυο βλαστάρια με περίσσιο καμάρι, μη μπορώντας να φανταστεί πως η μοίρα θα της επιφύλασσε τέτοιο ριζικό τα δυο τα δυο μονάκριβά της να αιματοκυλιούνται για ώρες ολόκληρες και στο τέλος το ένα της παιδί ορθό να στέκεται μπροστά στο άλλο, το νικημένο και να του δίνει χωρίς οίκτο την στερνή τσιμπιά, την χαριστική. Μόνη και ντροπιασμένη την είδαν να φεύγει από το κοτέτσι, καθώς καμιά κότα δεν της συμπαραστάθηκε, ίσα ίσα δεν ανεχόταν στιγμή την παρουσία της, λες και φοβόταν μήπως κολλητική ήταν η δική της δυστυχία, μεγαλύτερη αδιαμφισβήτητα από την δική τους μιζέρια.
Όμως εκείνη την ημέρα που σεργιάνιζε αμέριμνος ο πλουμιστός μας κόκορας, απολαμβάνοντας κρυφά τον φόβο που προκαλούσε σε όλους το πέρασμά του, ξαφνικά ακούγεται από μακριά μα τόσο ξεκάθαρα που κανένας δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει, ένας ήχος αλάνθαστος και μισητός: κι κι ρί κου!
Τα πόδια του λύθηκαν μονομιάς, με δυσκολία τον κράταγαν όρθιο, ως και το λειρί του έδειξε να χάνει το χρώμα του. Προσπάθησε να κρύψει την αμηχανία του όταν όλες οι κότες σήκωσαν περίεργες το κεφάλι τους, μια αναζητώντας την προέλευση του άγνωστου ήχου, καθάριου και δυνατού και μια αναμετρώντας με ύφος χαιρέκακο τον ίδιο, μια και δεν είχαν και τίποτε καλό να του προσμετρήσουν. Ο ανύπαρκτος εγκέφαλός του δεν έβρισκε τρόπο να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Είναι στιγμές που το σύμπαν όλο σε μια στιγμή μπορεί να γκρεμιστεί ανεπανόρθωτα. Έτσι συνέβη και για τον εγωπαθή κόκορά μας που πήρε μονομιάς την πιο απελπισμένη και πελώρια ανάσα που μπορούσε κι έβαλε όλη του την δύναμη σε ένα μακρόσυρτο και ηρωικό, αλλά αδύναμο και βραχνό: κι κι ρι κου που έπρεπε τώρα να ξεπεράσει την ίδια την ελλιπή και κενή ύπαρξή του για να αποδείξει την χίμαιρά του.
Και τόσο ήταν το πάθος αυτής της ανέλπιδας κραυγής για υπεροχή και εντυπώσεις, που στο τέλος της, δίχως απόθεμα πια ανάσας, έπεσε με την πλάτη στο έδαφος, ξερός, σαν να είχε πάθει αποπληξία, περίγελως πια στα φανερά της ίδιας του της ανοησίας.
Δύστυχε κόκορα,
όσο και να κακαρίσεις,
κανέναν πια δεν θα ξεγελάσεις.
_____________________________
Ελένη Βαφειάδου
Σύνθεση σε ξηροπαστέλ (Μάρτιος 2021)