Αλεξάνδρα
Μπακονίκα
ΕΛΕΝΗ ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ
«Το τυφλό κορίτσι κι άλλα ποιήματα»
Η ποιητική συλλογή της Ελένης Βαφειάδου εστιάζει στην
αναζήτηση του βαθύτερου εαυτού της με το βλέμμα τόσο στον εσωτερικό της κόσμο, αλλά και στην
κοινωνία, στην πραγματικότητα που την περιβάλλει. Διαπιστώνει ότι τα μεγάλα
οράματα έχουν πεθάνει. Οι ήρωες είναι ανύπαρκτοι, οι θεότητες τις φύσης έχουν
εξοστρακιστεί. Όλα έχουν αντικατασταθεί από «το μικρό πολύξερο/άπληστο,
κυρίαρχο εγώ». Είναι διάχυτη η αίσθηση ότι η βία πνίγει την ανθρωπιά, η
καχυποψία πνίγει τη συμπόνια. Μέσα στις πόλεις συνωστίζονται άνθρωποι που
παλεύουν με την απόγνωση καθώς
αδυνατούν να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, «κραυγές υπόγειες στεγάζουν την
απελπισία τους». Για την ποιήτρια η ζωή πρέπει να εξελίσσεται ανεμπόδιστη,
ακριβώς όπως τα κίτρινα φύλλα που
πέφτουν και δίνουν ύλη για τα καινούργια, όπως η χρυσαλλίδα που κοκαλώνει και
δίνει πνοή σ’ εφήμερη πεταλούδα. Όμως στην κοινωνία υπάρχουν γερά εδραιωμένοι
κανόνες που έχουν τη δύναμη να ακυρώνουν όνειρα και προσδοκίες, η φαντασία και
οι επιθυμίες αργοπεθαίνουν στο βωμό των ποικίλων ασφυκτικών συμβάσεων.
Τα ποιήματα εκπέμπουν έντονη την αίσθηση για
απολογισμό ζωής, αλλά συγχρόνως και για αναζήτηση ταυτότητας της ποιήτριας,
καθώς και την επιτακτική της ανάγκη για κατευθυντήριες γραμμές στην πορεία της. Επιθυμεί να ζωγραφίσει έναν μύθο, έναν
σκοπό κι ένα Θεό, γιατί το αβάστακτο σκόρπισμα της ψυχής, ο κενός χρόνος, κάθε
τι ανούσιο, επιφανειακό και ρηχό απονεκρώνει τη λαχτάρα της για μια
ουσιαστική ζωή. Καταφύγιό της είναι η τέχνη της ποίησης που χαρίζει μια
αλλιώτικη ματιά από ψηλά, μια ανάλαφρη πνοή που μπορεί να αποκαλύπτει ακόμη και
το πιο μικρό κλειδί στην ομορφιά, ώστε κάπως
να αντέχεται η ασχήμια της πραγματικότητας που μας περιβάλλει.
Εκείνο που κυρίως αποκαρδιώνει την ποιήτρια είναι η
αδυναμία να εκφραστεί, να βρει ανταπόκριση εκεί που λαχταράει. Η έλλειψη
επικοινωνίας αναπόφευκτα την οδηγεί στην μοναξιά, που αφενός είναι κατάρα, αλλά
συγχρόνως της δίνει χώρο να αφουγκραστεί τον εαυτό της. Πολλές φορές θα
αναζητήσει την φυγή, αλλά και πολλές
φορές θα αισθανθεί ότι έχει κατορθώσει να βρει μέσα της ένα απάγκιο λιμάνι
σκέψης που την ηρεμεί και την συμφιλιώνει με τη σιωπή. Στο ποίημα «Το τυφλό
κορίτσι», που δεν είναι τυχαίο ότι δίνει και τον τίτλο της συλλογής διακρίνουμε
τις ιδανικές καταστάσεις που αναζητάει η ποιήτρια για τις σχέσεις επικοινωνίας
με τους άλλους. Θαυμάζει τους αγνούς, τους γαλήνιους και νηφάλιους,
που μπορούν με γενναιοδωρία να δίνουν
και να παίρνουν αγάπη, να καλλιεργούν οάσεις άδολης φιλίας, συντροφικότητας και
παρηγοριάς. Αυτό τον τύπο ανθρώπου αντιπροσωπεύει το τυφλό κορίτσι, η θετική
ενέργεια και τα ευγενικά αισθήματα που εκπέμπει δίνουν ένα έντονο αίσθημα
αγαλλίασης και ηρεμίας στην ποιήτρια, κάτι που τελικά θα επισφραγίζει την βαθιά
φιλία που τις ενώνει. Επίσης στο ποίημα
εμφανίζεται ένα μικρό παιδί που δέχεται αφοσίωση και αγάπη από το τυφλό κορίτσι, αλλά και από τους γονείς
του, που αποτελούν την επιτομή της τρυφερότητας και προσφοράς, καθώς
απευθύνονται με τα εξής λόγια προς την ποιήτρια και το τυφλό κορίτσι:
«Καλοδεχούμενοι, μας είπαν, είστε/κι όταν η αναστάτωση φορτίσει/την ψυχή
σας/εδώ να ξαναρθείτε. Όλο αυτό το σκηνικό δοτικότητας και αγάπης υπογραμμίζει
την σπουδαιότητα που δίνει η ποιήτρια σε περιβάλλον οικογενειακής
ενότητας και αφοσίωσης, που αναμφισβήτητα προσφέρει στήριγμα, δύναμη και
κουράγιο σε κάθε άνθρωπο. Επίσης διαβάζοντας το ποίημα έχουμε την υποψία ότι
το τυφλό κορίτσι ενδέχεται να είναι μια αντανάκλαση, μια άλλη όψη του εαυτού της ποιήτριας, με την οποία ανοίγεται σε συνομιλία.
Μια άλλη όψη πιο κατασταλαγμένη, σίγουρη
και γαλήνια, κάτι σαν πρότυπο που θέλει να φτάσει για να επιτύχει την
πολυπόθητη εσωτερική της αναγέννηση.
Από γνήσιο μητρικό ένστικτο, η ποιήτρια προσφέρει
ανεξάντλητη τρυφερότητά και φροντίδα στον γιο της ,που παλεύει να σταθεί όρθιος
στα πόδια του μετά από σοβαρό
πρόβλημα υγείας. Ενδεικτικά σας διαβάζω το ποίημα από τη σελ.39:
Με δάκρυ πότισα
την όμορφη πιπερίτσα
που σου χάρισα απόψε
πριν φύγω.
Θα είναι το στερνό.
Λευκά τα άνθη της,
Σαν καρπίσουν
τους κόκκινους καρπούς αγάπης
χρώμα ζωηρό θα δώσουν στις μέρες σου.
γεύση πικάντικη στη ζωή σου
Κάψα θαυματουργή κι ευλογημένη
θα συνοδεύει
τις στιγμές της χαράς
μαζί με τη σκέψη μου.
Το μητρικά της αισθήματα φτάνουν στα όρια της θυσίας, όμως με κανένα τρόπο δεν
εκδηλώνονται ασφυκτική κτητικότητα, στέκεται δίπλα του για να μπορέσει ελεύθερος με τις δικές του
δυνάμεις να βρει τον δρόμο του. Σας διαβάζω τους στίχους από το ποίημα
ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ ΜΟΥ:
Τράβα μπροστά κυπαρίσσι μου μονάκριβο
τη δική σου μάχη για να κερδίσεις.
Τη θέληση, τη δύναμη, τη σοφία
που για σένα προορίζω,
νιώθω πια
πως μόνος σου
θα κατακτήσεις.
Καθώς η ζωή είναι γεμάτη αντιφάσεις, εκπλήξεις και
απρόσμενες ανατροπές, παρατηρούμε πολλά αντίθετα δίπολα να κυριεύουν τον συναισθηματικό
κόσμο της ποιήτριας. Υπάρχουν εναλλαγές από την εσωστρέφεια στην εξωστρέφεια,
από την μοναξιά στην επαφή με αγαπημένα πρόσωπα, από τον φόβο στις εξάψεις του
θάρρους, από τον θυμό στη συμφιλίωση, από την ασχήμια στην ανακάλυψη της
ομορφιάς, από την ελπίδα στην υποψία της ψευδαίσθησης. Ωστόσο αν κάτι αφήνει
έντονο στίγμα στα ποιήματα είναι το
στοιχείο της πίστης και της επιθυμίας να αναγεννηθεί, σας διαβάζω στίχους από
το ποίημα ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΩΤΙΑ: Αφήνω πίσω τις στάχτες./Ξέρω πως μόλις η βροχή/ ποτίσει τη διψασμένη γη/ η
άνοιξη θα ξανάρθει. Μας εντυπωσιάζει η αδάμαστη ορμή του θάρρους της για ζωή,
ακόμη και σε σημείο να φτάσει μακριά τα πιο τολμηρά της όνειρα. Αυτή η ορμή, το πάθος της για ζωή
πηγάζει από τη δύναμη που κατέβαλε να ξεπεράσει δύσκολες καταστάσεις. Πάλεψε
και νίκησε, νίκησε τον φόβο και τον πόνο, κι αν για κάτι θέλει να μιλήσει είναι
η χαρά, ποίημα να γίνει φωτεινής ελπίδας.
Για τους ανθρώπους, όπως η ποιήτρια, που έχουν περάσει
τη σκοτεινή στενωπό του ακραίου κινδύνου και φόβου αποκτούν μια βαθύτερη ματιά
για τον κόσμο. Γνωρίζουν ότι η ζωή είναι απρόβλεπτη και ατίθαση, ότι
στροβιλίζεται στον ίδιο σκοπό με τον θάνατο, ότι η λύπη και η χαρά είναι
αναπόσπαστα κομμάτια που καθένα δίνει νόημα στο άλλο. Επίσης ότι και το πιο
εφήμερο μπορεί να κρύβει αφάνταστη ευτυχία, καθώς τα πιο εφήμερα άνθη είναι τα
πιο σπάνια για την ομορφιά τους. Κι αν κάτι δυναμικά κυριαρχεί είναι η
απαρασάλευτη παρουσία του έρωτα, ενδεικτικά σας διαβάζω τους στίχους: Του έρωτα
δοξάρι/δίνει πάθος και παλμό/ τον θάνατο νικάει./Όμορφη είναι η ζωή/ χορεύεις
στον δικό της ρυθμό./Κι αν δειλιάσεις,
σε προσπερνάει.
Δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι η συλλογή ξεκινάει με ένα άτιτλο ποίημα όπου μέσα από τους ήχους της
μουσικής ο ευδαιμονικός κόσμος των αισθήσεων με την ερωτική προέκτασή τους
καταλαμβάνει την ποιήτρια, δίνει ώθηση την φαντασία της να ταξιδέψει και με μια
ζωηρή πινελιά να αλλάξει τον κόσμο. Σε πολλά άλλα ποιήματα προβάλλουν διάφορες
εκφάνσεις της ερωτικής εμπειρίας. Σαν κάτι άγνωστο που όμως το αφουγκραζόμαστε
με μαγεία, σαν μια απάτητη πλαγιά που σε αυτήν μόνο θέλουμε να αναπνέουμε,
δηλώνει για τον έρωτα η ποιήτρια. Και ασφαλώς υπάρχει το αίσθημα της προσμονής που λαχταράει την ερωτική εκπλήρωση, ως εγγύηση για την τελική λύτρωση.
Στους στίχους δεν λείπουν τα όνειρα με
έμφαση σε αισθησιακούς εναγκαλισμούς. Επίσης η επίμονη παρουσία των επιθυμιών,
που αν καταπιεστούν προκαλούν θυμό,
απωθημένο κι ανεκπλήρωτο παράπονο, που
θρέφει τη θλίψη. Αντίθετα η πολυπόθητα αγαλλίαση προέρχεται από την άνθιση των
επιθυμιών από κοινού με το λατρεμένο πρόσωπο, σας διαβάζω τους στίχους από το
ποίημα ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ: Άσε με να τις ανακαλύψω μαζί σου/ στο πλευρό σου θα τις
φροντίζω/ θα διαλέξουμε τις πιο γερές/θα κορφολογήσουμε τις ατίθασες κι
άπληστες/ στεφάνι να πλέκουμε/ την αγάπη να στολίζουν. Το ερωτικό πάθος
εκδηλώνεται με ένταση σε πολλά σημεία και δείχνει τους φλογερούς αναβαθμούς σε
όλη την γνησιότητά τους. Σας διαβάζω από τη σελίδα 20 «Θέλω να σβήσω/ τον φόβο
στη ματιά σου[…..] θέλω εμάς/τώρα/ μόνους, παράφορους/προσωρινούς». Επίσης από
τη σελίδα 45: « Πέλαγος των ματιών/αντανακλάται στο ποτήρι/ του μισοτελειωμένου
κρασιού./πράξη μεθυστική/λικνίζει τα κύτταρα σε αργόσυρτο χορό/ γνώριμο από
παλιά./ Από όλους μυστικό/ όπως αρμόζει σε αιώνιους εραστές.»
Η πιο διακαής επιθυμία της Ελένης είναι το χρέος της
αγάπης με αγάπη να το ξεπληρώνει «να αρθρώνει σωστά/ το συναπάντημα/ του πριν
με το μετά/του εγώ με το εσύ/συλλαβίζοντας επιδέξια/το παρόν με το εμείς»
Ελλάδα
Η Αλεξάνδρα Μπακονίκα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Α.Π.Θ., όμως δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της. Εργάστηκε ως καθηγήτρια αγγλικών.
Πρώτη φορά δημοσιεύθηκαν ποιήματά της στο περιοδικό "Διαγώνιος" το 1983.
Έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές. Σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά έχει δημοσιεύσει κείμενα κριτικής. Ανθολογημένα ποιήματά της, μεταφρασμένα στα αγγλικά, εκδόθηκαν σε βιβλίο στο Νέο Δελχί της Ινδίας και στο Βανκούβερ του Καναδά. Επίσης, ποιήματά της μεταφράστηκαν στα γερμανικά, στα σουηδικά, στα κροατικά και στα αλβανικά.